προσοδικός

προσοδικός
προσοδ-ικός, ή, όν, (
A

πρόσοδος 11

) productive, Str.17.3.12 ([comp] Comp.).
II concerning revenue,

τὰ βασιλικὰ καὶ π. καὶ ἰδιωτικά PAmh.2.33.9

(ii B.C.); π. κρίσεις ib. 30; τὰ π. accounts of revenue, OGI669.26 (Egypt, i A.D.); ἐδάφη π. lands belonging to the treasury, PRyl.73.13 (i B.C.).
III προσοδικός, , tax-farmer, IPE2.432 ([place name] Tanais).
IV Adv. -κῶς dub. in Vett.Val.292.30 (παροδικὸς cj. Kroll).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • προσοδικός — ή, όν, Α [πρόσοδος] 1. αυτός που αποφέρει προσόδους, παραγωγικός, προσοδοφόρος 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πρόσοδο 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ προσοδικός ενοικιαστής δημόσιων προσόδων, δημοσιώνης* 4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ προσοδικά οι… …   Dictionary of Greek

  • προσοδικόν — προσοδικός productive masc acc sg προσοδικός productive neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσοδικῶς — προσοδικός productive adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσοδικωτέρα — προσοδικωτέρᾱ , προσοδικός productive fem nom/voc/acc comp dual προσοδικωτέρᾱ , προσοδικός productive fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”